ὁμοεθνεῖς

ὁμοεθνεῖς
ὁμοεθνέω
to be of the same people
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
ὁμοεθνής
of the same people
masc/fem acc pl
ὁμοεθνής
of the same people
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • QUADI — Germaniae populi bellicofissimi. Tacit. in German. c. 42. Iuxta Hermunduros Narisei, ac deinde Marcomanni, et Quadi agunt. Eaque Germaniae velut frons est, quatenus Danubio praetexitur. Ergo Quadi in Danubii ripâ: scil. infra Marcomannos. Ptol.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αδελφοσκοτώνομαι — και αδερφοσκοτώνομαι λέγεται για αδέλφια, συγγενείς ή ομοεθνείς και ομοφύλους που σκοτώνουν ο ένας τον άλλον …   Dictionary of Greek

  • αλύτρωτος — η, ο (Α ἀλύτρωτος, ον) αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί ακόμη να ελευθερωθεί νεοελλ. 1. συνήθως στον πληθ. οι αλύτρωτοι ομοεθνείς που βρίσκονται ακόμη κάτω από τον ζυγό ξένου κυριάρχου σήμερα χρησιμοποιείται ιδίως για τους… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • εμφύλιος — α, ο (AM ἐμφύλιος, ον) αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα τού ίδιου έθνους ή τής ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • θεόφοβος — (; – 842). Βυζαντινός στρατηγός που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Για την καταγωγή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, ωστόσο, κατά την άποψη άγνωστου χρονογράφου, η μητέρα του ήταν φτωχή και άσημη και ο πατέρας του Πέρσης… …   Dictionary of Greek

  • συγκρητίζω — Α συνασπίζομαι με ομοεθνείς, μολονότι έχω διαφορές μαζί τους, για την από κοινού αντιμετώπιση επικείμενου πολέμου («συγκρητίσαι λέγουσιν οἱ Κρῆτες, ὅταν ἑνωθεῑσιν αὐτοῑς γένοιτο πόλεμος ἐστασίαζον γὰρ ἀεί», Μέγα Ετυμολογικόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * …   Dictionary of Greek

  • Άμασις — Όνομα δύο φαραώ της Αιγύπτου. Αναφέρονται επίσης και με τα ονόματα Άμωσις ή Άχμωσις. 1. Ιδρυτής της 18ης δυναστείας (1570 – 1545 π.Χ.). Κυρίευσε την Αύαρη και ανάγκασε τους κατακτητές Υξώς να στραφούν από την Αίγυπτο στη Συρία. Γενικότερα, όμως,… …   Dictionary of Greek

  • Ανανίας — I Όνομα διαφόρων ιερωμένων και θεολόγων. 1. Αρχιεπίσκοπος Σιναίου (1661 70). Κατέφυγε στον πάπα της Ρώμης, όταν δεν κατάφερε να ανεξαρτητοποιηθεί από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων στον οποίο υπαγόταν. Καθαιρέθηκε για τον λόγο αυτό το 1670. 2. Α. Α’.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”